ακροθιγής

ακροθιγής
-ές (Α ἀκροθιγής)
1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος
2. επίρρ. ακροθιγώς
α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια
νεοελλ.
αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -θιγής < ἔθιγον, θιγγάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀκροθιγῆ — ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγεῖς — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem acc pl ἀκροθιγής touching on surface masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγές — ἀκροθιγής touching on surface masc/fem voc sg ἀκροθιγής touching on surface neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροθιγῶς — ἀκροθιγής touching on surface adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”